χοντρένω

χοντρένω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χοντρένω" в других словарях:

  • χοντρένω — Ν βλ. χοντραίνω …   Dictionary of Greek

  • χοντραίνω — και χοντρένω και χονδρύνω και χοντρύνω Ν [χοντρός] 1. (μτβ.) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο, αυξάνω κάτι ως προς το πάχος («θα τό χοντρύνεις το παιδί με τόσο φαΐ») 2. (αμτβ.) γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος («όσο πάει και χοντραίνει») 3. φρ. α) «τά… …   Dictionary of Greek

  • χόντρεμα — το, Ν [χοντρένω] το να γίνεται κάποιος ή κάτι χονδρότερο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»